- καταλογίζω
- καταλογίζω, καταλόγισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταλογίζω — (Α καταλογίζομαι) [κατάλογος] περιλαμβάνω νεοελλ. 1. αποδίδω ευθύνες σε κάποιον, υπολογίζω κάτι σε βάρος κάποιου («τα λάθη σου μην τά καταλογίζεις σε εμένα») 2. φρ. «καταλογίζω ευθύνες» αποδίδω ευθύνες, επιρρίπτω ευθύνες, θεωρώ κάποιον υπεύθυνο… … Dictionary of Greek
καταλογίζω — καταλόγισα, καταλογίστηκα, καταλογισμένος, λογαριάζω κάτι σε βάρος κάποιου, αποδίδω ευθύνη: Το δικαστήριο του καταλόγισε βαριά αμέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek
ακαταλόγιστος — η, ο [καταλογίζω] 1. αυτός που σκέπτεται, μιλάει ή ενεργεί όχι σύμφωνα με τη λογική 2. ο ανεύθυνος για τους λόγους και τις πράξεις του λόγω διανοητικής αναπηρίας, ψυχικής διαταραχής ή μικρής ηλικίας 3. εκείνος που γίνεται παράλογα «πράξη… … Dictionary of Greek
αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
εγγράφω — (AM ἐγγράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.) μσν. 1. χαρακτηρίζω 2. παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. χαράζω, κάνω εντομές 2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι 3.… … Dictionary of Greek
ελλογώ — ἐλλογῶ ( έω και άω) (Α) 1. υπολογίζω, λογαριάζω 2. καταλογίζω … Dictionary of Greek
καθυπογράφω — (AM) (επιτατ. τού υπογράφω) μσν. 1. περιγράφω 2. καταλογίζω, καταχωρίζω αρχ. 1. προσυπογράφω 2. επικυρώνω, εγκρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο γράφω] … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek